- λιθογραφώ
- [литографо] ρ литографировать.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
λιθογραφώ — [λιθογράφος] εκτελώ λιθογραφήματα, εκτυπώνω κείμενα ή εικόνες με τη βοήθεια εγχάρακτης ασβεστολιθικής πλάκας … Dictionary of Greek
λιθογραφώ — λιθογράφησα, λιθογραφήθηκα, λιθογραφημένος, εκτυπώνω σε χαρτί εικόνα ή κείμενο που είναι χαραγμένο πάνω σε λίθινη πλάκα: Μου χάρισε μια λιθογραφημένη εικόνα της παλιάς Θεσσαλονίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιθογράφηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λιθογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθογραφῶ. Η λ., στον λόγιο τ. λιθογράφησις, μαρτυρείται από το 1853 στον Περικλή Αργυρόπουλο] … Dictionary of Greek
λιθογράφημα — το λιθογραφημένη εικόνα, λιθογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθογραφῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Αλεξ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek